ὀψίκοιτος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ον, A going late to bed, late-watching, night owl, nighthawk, night person, evening person, late sleeper ὄμματα A.Ag. 889.
German (Pape)
[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.
Greek Monolingual
ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].
Greek Monotonic
ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).