κακοδοξία
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ἡ, A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c. II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.
Greek Monolingual
η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.
Greek Monotonic
κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδοξία: ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.
Middle Liddell
κᾰκοδοξία, ἡ,
bad repute, infamy, Xen., Plat. [from κᾰκόδοξος]