ἀνδρηλάτης

From LSJ
Revision as of 12:48, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρηλᾰτης Medium diacritics: ἀνδρηλάτης Low diacritics: ανδρηλάτης Capitals: ΑΝΔΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: andrēlátēs Transliteration B: andrēlatēs Transliteration C: andrilatis Beta Code: a)ndrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ, A he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].

Greek Monotonic

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.