περίπλεος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεος Medium diacritics: περίπλεος Low diacritics: περίπλεος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΟΣ
Transliteration A: perípleos Transliteration B: peripleos Transliteration C: peripleos Beta Code: peri/pleos

English (LSJ)

ον, v. περίπλεως.

German (Pape)

[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].

Russian (Dvoretsky)

περίπλεος:
1) наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);
2) имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);
3) полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπλεος -ον zie περίπλεως.