προπαρασκευάζω

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαρασκευάζω Medium diacritics: προπαρασκευάζω Low diacritics: προπαρασκευάζω Capitals: ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: proparaskeuázō Transliteration B: proparaskeuazō Transliteration C: proparaskevazo Beta Code: proparaskeua/zw

English (LSJ)

prepare beforehand, ἔρια Pl.R.429d, cf.Plt.308d; πάντα τινί X.Mem.2.2.5; τὰς γνώμας Th.2.88; τι πρὸς τὴν τροφήν Arist.HA613a4:—Med., prepare for oneself, ἐντάφια Is.8.38; ταῦτα περὶ τοὺς Ποτειδεάτας π. Th.1.57; π. τὸν ὅμιλον for one's purposes, D.C.38.13: abs., make one's preparations, Aen.Tact.11.14, Plu.Eum. 6:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Th.1.68.

German (Pape)

[Seite 738] vorher wozu bereiten; ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, Thuc. 1, 68; Plat. Rep. IV, 429 d; auch med., ἐντάφια, Isae. 8, 38; Sp., wie Luc. tyrann. 21.

Greek (Liddell-Scott)

προπαρασκευάζω: παρασκευάζω πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· ταῦτα περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς ἴδιον σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.

French (Bailly abrégé)

préparer d'avance, acc.;
Moy. προπαρασκευάζομαι préparer d'avance pour soi, acc..
Étymologie: πρό, παρασκευάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρασκευάζω εκ τών προτέρων, προετοιμάζω
νεοελλ.
(κυρίως για συμμετοχή σε εξετάσεις) προπαιδεύω, προετοιμάζω με μαθήματα κάποιον.

Greek Monotonic

προπαρασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω εκ των προτέρων, σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω, παρασκευάζω για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., ἐκ πολλοῦ προπαρασκευασμένοι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προπαρασκευάζω: заранее приготовлять, подготовлять (ἔρια Plat.; τι πρὸς τὴν τροφήν Arst.; τὰς γνώμας Thuc.; προαισθέσθαι καὶ προπαρασκευάσασθαι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-παρασκευάζω tevoren klaarmaken, voorbereiden:; π. τὰς γνώμας ὡς... (de manschappen) erop instellen dat Thuc. 2.88.2; τοῖς μέλλουσιν ἔσεσθαι παισὶ προπαρασκευάζει πάντα hij treft alle voorbereidingen voor de toekomstige kinderen Xen. Mem. 2.2.5; ook med..; ταῦτα... οἱ Ἀθηναίοι προπαρεσκευάζοντο deze voorbereidingen troffen de Atheners Thuc. 1.57.1; ptc. perf. pass.. προπαρεσκευασαμένος goed voorbereid Thuc. 1.68.3.

Middle Liddell

fut. σω
to prepare beforehand, Thuc., etc.:—Mid. to prepare for oneself, Thuc.:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι Thuc.