προσελλείπω

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσελλείπω Medium diacritics: προσελλείπω Low diacritics: προσελλείπω Capitals: ΠΡΟΣΕΛΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proselleípō Transliteration B: proselleipō Transliteration C: proselleipo Beta Code: prosellei/pw

English (LSJ)

to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 (Aegina).

German (Pape)

[Seite 759] noch dazu, daran fehlen lassen; στάδιον σταδίῳ, ein Stadion am Stadion fehlen lassen, Lucill. 16, 5 (XI, 85); τὰ προσελλείποντα, das noch daran Fehlende, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

προσελλείπω: μένω ὀπίσω ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον, δηλ. μείνας ὀπίσω καθ’ ὁλόκληρον τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐπὶ λίαν νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire qu’il y ait manque;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: πρός, ἐλλείπω.

Greek Monolingual

Α ἐλλείπω
1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» — ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος του δρόμου, Λουκίλλ.)
2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῦν αι χρόνον», Διόδ.).

Greek Monotonic

προσελλείπω: μένω ακόμα πίσω, είμαι ακόμη ελλιπής, ανεπαρκής, έχω ακόμα έλλειψη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

προσελλείπω:
1) недоставать, не хватать: τὰ προσελλείποντα Diod. нехватка, недостающее;
2) оставлять непройденным: π. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне).

Middle Liddell

to be still wanting, Anth.