προσκέλλω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
aor. -έκελσα, push to land, land, νήσῳ Orph.A.1050, Opp.H.2.500, cf. Nonn.D.3.47.
German (Pape)
[Seite 769] dazu treiben, Orph. Arg. 1048.
Greek (Liddell-Scott)
προσκέλλω: προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.
Greek Monolingual
Α
(σχετικά με πλοίο) ωθώ, φέρνω στην ξηρά, προσορμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κέλλω «ωθώ προς τα μπροστά, οδηγώ πλοίο στην ακτή»].