φιλοδοξία

From LSJ
Revision as of 19:44, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξία Medium diacritics: φιλοδοξία Low diacritics: φιλοδοξία Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: philodoxía Transliteration B: philodoxia Transliteration C: filodoksia Beta Code: filodoci/a

English (LSJ)

ἡ, love of fame or glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.

Greek Monotonic

φῐλοδοξία: ἡ, αγάπη για τιμές ή δόξα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδοξία: ἡ тж. pl. славолюбие, честолюбие Polyb., Plut.

Middle Liddell

φῐλοδοξία, ἡ,
love of honour or glory, Polyb. [from φῐλόδοξος]