δοκιμεῖον

From LSJ
Revision as of 22:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμεῖον Medium diacritics: δοκιμεῖον Low diacritics: δοκιμείον Capitals: ΔΟΚΙΜΕΙΟΝ
Transliteration A: dokimeîon Transliteration B: dokimeion Transliteration C: dokimeion Beta Code: dokimei=on

English (LSJ)

τό, test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.

German (Pape)

[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d'éprouver, d'essayer.
Étymologie: δόκιμος.

Greek Monotonic

δοκιμεῖον: ή δοκίμιον, τό (δόκιμος), κριτήριο, μέσο για δοκιμή, τρόπος δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμεῖον: и δοκίμιον τό средство испытания или проверки: εἰ δ. ἔχει Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.

Middle Liddell

n n δόκιμος
a test, means of testing, Plat., NTest. [from δοκιμή