δυσοσμία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ, an ill smell, S.Ph.876, Fr.538, Luc.Tox.29; -ῑη Man.4.270.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, häßlicher Geruch, Gestank; Soph. Phil. 864; Ar. Ach. 817 u. Sp., wie Maneth. 4, 270, die auch die ion. Form δυσοδμία gebrauchen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσοσμία: ἡ, κακὴ ὀσμή, Σοφ. Φ. 876, Ἀποσπ. 483.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: δύσοσμος.
Spanish (DGE)
(δῠσοσμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Man.4.270; δυσοδμία App.BC 4.40, Ph.1.484, D.P.Au.1.5, Epiph.Const.Haer.26.1.2, 14.1; δυσοδμίη Hp.Nat.Mul.65
mal olor, hedor βοῆς τε καὶ δυσοσμίας γέμων S.Ph.876, cf. Fr.538, Hp.l.c., de las mujeres lemnias, Apollod.1.9.17, Sch.Pi.P.4.88b, τοῦ οἰκήματος Luc.Tox.29, νεκρῶν ἰχθύων δ. Ph.l.c., cf. D.S.31.9, App.l.c., Poll.2.75, τῶν τεθνηκότων D.P.l.c., cf. Man.l.c.
•fig. ἐπισείεσθαι ἡμῖν τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοὺς ὥσπερ ... ὀχλήσεις τε καὶ δυσοδμίας Epiph.Const.Haer.26.1.2, ἀποκλεῖσαι τὸν βυθὸν τῆς δυσοδμίας ταύτης Epiph.Const.Haer.26.14.1.
Greek Monolingual
η (Α δυσοσμία και -ίη και δυσοδμία)
δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα.
Greek Monotonic
δυσοσμία: ἡ, άσχημη μυρωδιά, δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, αποφορά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσοσμία: ἡ дурной запах, зловоние Soph., Arph.
Middle Liddell
δυσοσμία, ἡ,
an ill smell, ill savour, Soph. [from δύσοσμος