θυοσκόπος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ου, ὁ, inspecting the entrails, Hsch., Phot., v.l. in E.Rh.68.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, der aus den Opfern wahrsagt, Sp., als v.l. auch Eur. Rhes. 68.
Greek (Liddell-Scott)
θυοσκόπος: -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ ἐντόσθια, Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.
Greek Monolingual
θυοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννοσκόπος, κερδοσκόπος].