κεραυνομάχης

From LSJ
Revision as of 01:32, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομάχης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ, fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντομάχης, οπλομάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).

Middle Liddell

κεραυνο-μάχης, ου,
fighting with thunder, Anth.