μυλλαίνω

From LSJ
Revision as of 04:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλλαίνω Medium diacritics: μυλλαίνω Low diacritics: μυλλαίνω Capitals: ΜΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: myllaínō Transliteration B: myllainō Transliteration C: myllaino Beta Code: mullai/nw

English (LSJ)

(μυλλός A) distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.

German (Pape)

[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.

French (Bailly abrégé)

tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.

Greek Monolingual

μυλλαίνω (Α) μύλλον
στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω.