ἐνθεματίζω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
engraft, Gp.10.23.4.
German (Pape)
[Seite 841] einsetzen, pfropfen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεματίζω: ἐγκεντρίζω, Γεωπ. 10. 23, 4. Ἴδε σημ. ἐκδότου ἐν τόπῳ. Πρβλ. Ἐπιφάν. ΙΙ. 569Α.
Spanish (DGE)
1 bot. injertar τὰ τοιαῦτα (γένη) Gp.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον Gp.10.76.2, en v. pas. Gp.10.76.1.
2 introducir, aplicar κολλύρας τρεῖς Afric.Cest.1.12.19 (cód.), ταύτην (sc. ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.Haer.76.26.12.
Greek Monolingual
(Α ἐνθεματίζω)
ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω
νεοελλ.
συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω
αρχ.
βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω.