ἐπιζώννυμι
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
gird on:—Pass., ἐπεζωσμέναι with their clothes girt on so as to leave the breast bare, v.l. for ὑπεζωμέναι in Hdt.2.85; ἐπε ζωσμένοςἐγχειρίδιον girt with . ., Plu.CG15 codd.; ταινίαις τὸν χιτῶνα ἐπιζωσθείς Paus.9.39.8.
German (Pape)
[Seite 941] (s. ζώννυμι), aufgürten; ἐπεζωσμέναι Her. 2, 85, die sich das Gewand unterhalb der Brust festgegürtet haben; μικρὸν ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον, umgürtet mit, Plut. C. Graech. 15.
French (Bailly abrégé)
1 attacher à la ceinture : ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον PLUT ayant un poignard attaché à la ceinture;
2 relever un vêtement et l’attacher à la ceinture, retrousser.
Étymologie: ἐπί, ζώννυμι.
Greek Monolingual
ἐπιζώννυμι (Α)
δένω τη ζώνη ψηλά στη μέση.
Greek Monotonic
ἐπιζώννῡμι: μέλ. -ζώσω, ζώνω επάνω — Παθ., ἐπεζωσμέναι, με τα ρούχα τους ζωσμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το στήθος να αφήνεται γυμνό, σε Ηρόδ.· ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον, ζωσμένος με ένα στιλέτο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιζώννῡμι: подпоясывать, препоясывать (ἐπεζωσμέναι καὶ φαίνουσαι τοὺς μαζούς Her.): ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον Plut. подпоясанный кинжалом, т. е. с кинжалом у пояса.
Middle Liddell
fut. -ζώσω
to gird on:—Pass., ἐπεζωσμέναι with their clothes girt on so as to leave the breast bare, Hdt.; ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον girt with a dagger, Xen.