ἑψητήρ
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, dish or pan for boiling, AP6.305 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1132] ῆρος, ὁ, der Kocher, der Kessel, Leon. Tar. 14 (VI, 305).
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητήρ: ῆρος, ὁ, χύτρα, ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, Ἀνθ. Π. 6. 305.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
marmite.
Étymologie: ἑψέω.
Greek Monolingual
ἑψητήρ, ὁ (Α) ἕψω
σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα.
Greek Monotonic
ἑψητήρ: -ῆρος, ὁ (ἕψω), δοχείο, σκεύος για βράσιμο (χύτρα), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑψητήρ: ῆρος ὁ котелок, горшок для варки Anth.
Middle Liddell
[ἕψω]
a pan for boiling, Anth.