ἀλλοιότροπος

From LSJ
Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοιότροπος Medium diacritics: ἀλλοιότροπος Low diacritics: αλλοιότροπος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: alloiótropos Transliteration B: alloiotropos Transliteration C: alloiotropos Beta Code: a)lloio/tropos

English (LSJ)

prob. l. for ἀλλότροπος, Linusap. Stob.1.10.5; gloss on αἰλότροπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] veränderlich; wenn nicht für beide ἀλλοτρ. zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιότροπος: ὁ ποικίλος τοὺς τρόπους, ὁ εὐμετάβολος, καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον de aspecto cambiante glosa a αἰλότροπον Hsch.

Greek Monolingual

ἀλλοιότροπος, -ον (Α)
αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ].