ἀντεπέξειμι

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπέξειμι Medium diacritics: ἀντεπέξειμι Low diacritics: αντεπέξειμι Capitals: ΑΝΤΕΠΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: antepéxeimi Transliteration B: antepexeimi Transliteration C: antepekseimi Beta Code: a)ntepe/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) march out to meet an enemy, πρός τινα Th.7.37: abs., X.Cyr.3.3.30, etc.

German (Pape)

[Seite 246] (s. εἶμι), gegen den anrückenden Feind ausrücken, Thuc. 7, 37; Xen. Cyr. 3, 3, 30 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπέξειμι: (εἶμι) ἀντεπεξέρχομαι κυρίως κατ’ ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 7. 37∙ ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεπεξῇν;
sortir pour marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐπέξειμι.

Spanish (DGE)

avanzar a su vez contra πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπείου ... ἀντεπεξῇσαν Th.7.37, ἐπ' αὐτούς Luc.Bacch.3, σφισιν D.C.48.40.2
abs. X.Cyr.3.3.30, op. ἐπέξειμι Polyaen.1.14.

Greek Monolingual

ἀντεπέξειμι (Α)
αντεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀντεπέξειμι: (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπέξειμι: выходить навстречу (πρὸς τοὺς ἱππέας Thuc.), (контр)атаковать Xen.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to march out to meet an enemy, πρός τινα Thuc.; absol., Xen.