ἀποβατικός
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ή, όν, of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. ἀποβατικῶς EM124.31.
German (Pape)
[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.
Spanish (DGE)
-ή -όν
apobático, a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie ἀγών IG 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. Corinth.8(1).15.32, SIG 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica Sud., ἡνίοχος EM 124.35G.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀποβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις»)
μσν.
αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].