τετράμοιρος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρος Medium diacritics: τετράμοιρος Low diacritics: τετράμοιρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: tetrámoiros Transliteration B: tetramoiros Transliteration C: tetramoiros Beta Code: tetra/moiros

English (LSJ)

ον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά-μοιρος].

Greek Monotonic

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).

Middle Liddell

τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.