τρίτατος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίτᾰτος Medium diacritics: τρίτατος Low diacritics: τρίτατος Capitals: ΤΡΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: trítatos Transliteration B: tritatos Transliteration C: tritatos Beta Code: tri/tatos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, lengthd. poet. for τρίτος, like μέσσατος for μέσος, Il.1.252, 14.117, E.Hipp.135 (lyr.), A.R.1.53; τριτάτην, abs., in the third place, IG4.682.14 (Hermione: so Boeckh; τρίτατ' ἦν Fraenkel).

German (Pape)

[Seite 1148] poet. verlängerte Form statt τρίτος; Il. 14, 117 Od. 9, 89 u. öfter; auch Eur. Hipp. 135. τριτάω, davon nur τριτόωσα σελήνη, der Mond am dritten Tage vom Neumond ab, Arat. Dios. 64.

Greek (Liddell-Scott)

τρίτᾰτος: -η, -ον, κατὰ ποιητικ. ἐπέκτασιν ἀντὶ τρίτος, ὡς τὸ μέσσατος ἀντὶ μέσος, Ἰλ. Α. 252, Ξ. 117, κλπ.· τριτάτην, ἀπολ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1212. 14.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. τρίτος.

English (Autenrieth)

third.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, και αιολ. τ. τέρτατος, -άτα, -ον, Α
1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ',...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην
στην τρίτη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. του τρίτος με επίθημα -ατος του υπερθ. βαθμού (πρβλ. μέσος: μέσσατος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το τέτρατος, άλλος τ. του τέταρτος.

Greek Monotonic

τρίτᾰτος: [ῐ], -η, -ον, κατά ποιητ. παρέκταση αντί τρίτος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τρίτᾰτος: Hom., Eur. = τρίτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίτατος -η -ον poët. derde.

Middle Liddell

τρῐ́τᾰτος, η, ον poet. lengthd. for τρίτος, Il.]