ῥυμβών
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
όνος, ἡ, coil of a serpent, A.R.4.144 (pl.).
German (Pape)
[Seite 851] όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυμβών: -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
(για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. ἀγκ-ών)].