παλίντιτος

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) v\. ([\p{Greek}\s]+) " to " v. $1 ")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίντῐτος Medium diacritics: παλίντιτος Low diacritics: παλίντιτος Capitals: ΠΑΛΙΝΤΙΤΟΣ
Transliteration A: palíntitos Transliteration B: palintitos Transliteration C: palintitos Beta Code: pali/ntitos

English (LSJ)

ον, (τίνω) A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379. II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.

English (Autenrieth)

(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.

Greek Monolingual

παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ-τιτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίντῐτος:
1) отомщенный, наказанный: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;
2) предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный (πνεύματα Emped.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.

Middle Liddell

πᾰλίν-τῐτος, ον, τίνω
like ἄντιτος, requited, avenged, Od.