ἀποικία
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Ion. ἀποικίη, ἡ, (ἄποικος)
A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀποικίαν στέλλειν, εἰς ἀποικίαν ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124; ἀποικίαν κτίσαι = found a colony A.Pr.814; ἀποικίαν ἐκπέμπειν Th.1.12; ἀποικίαν κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27; ἀποικίαν ποιήσασθαι = form a colony Pl.Lg.702c; στέλλειν (of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι = the village is a colony from a household, Arist.Pol.1252b17.
2 migration, Ph.2.410.
II charter granted to a colony, Hyp.Fr. 73.
German (Pape)
[Seite 304] dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄποικος), συνοικισμὸς ἀνθρώπων μακρὰν τῆς ἑαυτῶν πατρίδος, ἀποικία, Πινδ. Ο. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 342, Ἡρόδ. 1. 146, κτλ.· ἀντίστροφον τῷ μητρόπολις, Θουκ. 1. 34· εἰς ἀπ. στέλλειν, ἄγειν Ἡρόδ. 4. 147., 5. 124· ἀπ. κτίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 814· ἀπ. ἐκπέμπειν Θουκ. 1. 12· ἀπ. κηρύσσειν ἐς τόπον ὁ αὐτ. 1. 27· ἀπ. ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι παραφυάς, βλαστός, τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.
Étymologie: ἄποικος.
English (Slater)
ᾰποικία colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.1.146
I 1colonia, Δωρίς Pi.I.7.12, cf. O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, 5.46, 9.106, Hippias A 2, IG 12.45.5 (V a.C.), D.7.32, X.An.4.8.22, op. metrópoli πᾶσα ἀ. ... τιμᾷ τὴν μητρόπολιν Th.1.34, εἰς ἀ. στέλλειν enviar a formar una colonia Hdt.4.147, τοὺς συστασιώτας ... ἄγειν εἰς ἀ. llevar a fundar una colonia a los conjurados Hdt.5.124, ἀποικίαν ... κτίσαι A.Pr.814, κτίσις τῶν ἀ. Isoc.12.190, cf. Plb.9.1.4, ἀποικίαν ποιήσασθαι fundar una colonia Pl.Lg.702c, ἔοικεν ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι parece ser la aldea una colonia de la casa familiar Arist.Pol.1252b17, ἀξία ἀ. ... θεοῦ παίδων una digna colonia de hijos de Dios LXX Sap.12.7, ὁ ... περὶ τῆς ἀ. ... χρησμός Plu.2.96b, τῆς ἀ. ἡγεμών Plu.2.163b
•fig. nuevo hogar τὰ δ' ἆθλα ἀ. καὶ μόνωσις las recompensas (del arrepentimiento) son un nuevo hogar y aislamiento Ph.2.410.
2 c. verb. de ‘enviar’ y ‘conducir’ y c. compl. de direcc. expedición colonizadora ἀποικίαν ἄγων ἐς Σικελίαν Th.6.4, ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12, Isoc.12.14, Pl.Plt.293d, D.C.38.31.2, ἀ. κηρύσσειν ἐς τὴν Ἐπίδαμνον anunciar una salida de colonos a Epidamno Th.1.27, στέλλειν τὴν εἰς Συρακούσας ἀ. mandar, ser el jefe de la expedición colonizadora de Siracusa Str.8.6.22, cf. Plb.2.19.12, ἀποστέλλειν ἀ. Hdt.4.150, Aeschin.2.175, Plb.3.40.3.
II emigración Hsch., esp., deportación en algunos casos de la hist. hebrea ἀπῳκίσθη Ιουδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν Judá ha sido deportado, ha cumplido una deportación completa LXX Ie.13.19, οἱ ἀναβάντες ἀπὸ αἰχμαλωσίας τῆς ἀποικίας los que regresan del cautiverio de la deportación LXX 2Es.17.6.
III carta otorgada a una colonia, carta puebla ἀ. ἰδίως τὰ γράμματα καθ' ἃ ἀποικοῦσί τινες οὕτως ὠνόμασαν Hyp.Fr.73.
Greek Monolingual
η (AM ἀποικία) άποικος
πόλη που ιδρύθηκε σε ξένη χώρα από ανθρώπους που έφυγαν οριστικά απ' την πατρίδα τους
νεοελλ.
χώρα υπανάπτυκτη η οποία υπάγεται στην κυριαρχία κάποιας δύναμης.
Greek Monotonic
ἀποικία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄποικος), οικισμός ανθρώπων μακριά από την πατρίδα τους, αποικία, αποικισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εἰς ἀποικίαν στέλλειν, στέλνω ανθρώπους μακριά από την πατρίδα για να δημιουργήσουν αποικία, στον ίδ.· ἀποικίαν ἐκπέμπειν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποικία: ион. ἀποικίη ἡ поселение, колония Pind., Aesch., Her., Thuc., Plat., Arst., Aeschin., Polyb., Plut., Luc.
Middle Liddell
ἄποικος
a settlement far from home, a colony settlement, Hdt., etc.; εἰς ἀπ. στέλλειν to send away so as to form a settlement, Hdt.; ἀπ. ἐκπέμπειν Thuc.