τέγος
English (LSJ)
εος, τό,
A = στέγος, roof, Od.1.333, 10.559, 11.64, al. (never in Il.), Ar.Nu.1126,1488, Men.Sam.246, Herod.3.40; οὑπὶ τοῦ τέγους = you on the roof! Ar.Nu.1502, cf. V.68; θεῶ μ' ἀπὸ τοῦ τέγους Id.Ach.262, cf. Lys.3.11; τέγος τοῦ οἰκήματος Th.4.48, cf. X.Cyr.7.5.22, HG4.4.12, etc.
II any covered hall or chamber, τέγος Παρνάσιον the temple at Delphi, Pi.P.5.41; λιθίνῳ ἔνδον τέγει, i.e. in a cave, Id.N.3.54.
III later, brothel, stew, AP11.363 (Diosc.), Plb. 12.13.2, Man.6.143. (Not found in Trag.) (Cf. Lat. tego.)
German (Pape)
[Seite 1079] εος, τό, wie στέγος, Dach, Decke des Hauses od. Zimmers; Od. 10, 559. 11, 64; τοῦ οἰκήματος, Thuc. 4, 48; Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἐπὶ τὸ τέγος ἀναβάντες, Pol. 5, 76, 4; übh. jeder bedeckte Theil des Hauses, Zimmer, Saal (bes. im obern Stockwerk), Od. 1, 333. 8, 458; λι θίνῳ ἔνδον τέγει, Pind. N. 3, 54; über τέγος Παρνάσιον P. 5, 39 s. Böckh; Ar. Ach. 250 Nubb. 1110. Später bes. Hurengemach, Bordell, Jac. A. P. p. 717; vgl. Pol. 12, 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τέγος: -εος, τό, ὡς τὸ στέγος, στέγη, ὀροφή, στέγασμα οἰκίας ἢ θαλάμου, Λατ. lectum, Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, 1458· οὑπὶ τοῦ τέγους, σὺ ὁ ἐπὶ τῆς στέγης, αὐτόθι 1502, πρβλ. Σφ. 68· σὺ δ’, ὦ γύναι, θεῶ μ’ ἀπὸ τοῦ τέγους ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 262, πρβλ. Λυσίαν 97. 24· τ. τοῦ οἰκήματος Θουκ. 4. 48, Ξεν. κλπ. ΙΙ. πᾶν ἐστεγασμένον μέρος τῆς οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος (κυρίως εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς οἰκίας εὑρισκόμενος), Ὀδ. Α. 333, Β. 458, κ. ἀλλ.· τ. Παρνάσιον, ὁ ἐν Δελφοῖς ναός, Πινδ. Π. 5. 54· λιθίνῳ ἔνδον τέγει, δηλ. ἐντὸς σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 94. ΙΙΙ. μεταγεν., πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Πολύβ. 12. 13, 2, Ἀνθ. Π. 11. 363, Μανέθων 6. 143. (Περὶ τῆς ῥίζης κλπ., ἴδε ἐν λ. στέγω).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit d'une maison ou d'une chambre;
2 toute partie couverte d'une maison, d'une chambre, salle (particul. dans les étages supérieurs).
Étymologie: R. Στεγ, couvrir ; cf. στέγος, στέγω.
English (Slater)
τέγος roof i. e. chamber (ἀνδριάς) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in some sacred chamber (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (in his cave) (N. 3.54)
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, ΜΑ
πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ.
β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.)
αρχ.
1. στέγη («τέγος τοῦ οἰκήματος», Θουκ.)
2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg- + κατάλ. ουδ. -ος (πρβλ. και στέγος.
Greek Monotonic
τέγος: -εος, τό,
I. όπως το στέγος, στέγη, οροφή, Λατ. tectum, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.· οὑπὶ τοῦ τέγους, εσύ που βρίσκεσαι πάνω στη στέγη, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
II. οποιοδήποτε στεγασμένο μέρος του σπιτιού, δωμάτιο, θάλαμος, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
τέγος: εος τό
1) крыша, кровля Hom., Thuc., Lys., Arph., Polyb.;
2) крытое помещение, покой, комната, жилище Her., Pind.;
3) храм (τ. Παρνάσιον Pind.);
4) дом разврата, притон Polyb., Anth.
Middle Liddell
τέγος, ος, εος, τό,
I. like στέγος, a roof, Lat. tectum, Od., Ar., etc.; οὑπὶ τοῦ τέγους you on the roof! Od., Ar.
II. any covered part of a house, a hall, room, chamber, Od., Pind.
Frisk Etymology German
τέγος: {tégos}
See also: s. στέγω.
Page 2,863