κισσάω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Att. κιττ-, (A κίσσα 11) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422; κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.Pax 497 (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V.349 (cf. Sch.); ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ Longus 4.33. II Act., conceive, LXX Ps.50(51).7.
German (Pape)
[Seite 1442] att. κιττάω, das heftige Gelüst schwangerer Frauen nach besonderen, oft widernatürlichen Speisen haben, τινός; Ath. IX, 372 a; Arist. H. A. 7, 4 u. A.; übh. wonach lüstern sein, heftig verlangen, τῆς εἰρήνης Ar. Pax 4971 c. infin., Vesp. 349.
Greek (Liddell-Scott)
κισσάω: Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: (κίσσα ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ σφόδρα νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
désirer passionnément, gén. ou inf..
Étymologie: κίσσα.
Greek Monotonic
κισσάω: Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κισσάω: атт. κιττάω
1) страстно желать (τινος и ποιεῖν τι Arph.);
2) (о беременных женщинах), иметь странные прихоти Arst., Plut.
Middle Liddell
κισσάω, [from κίττα
to crave for strange food, of pregnant women: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.; c. inf. to long to do a thing, Ar.