ὑποκλύζω
English (LSJ)
A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6. II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s.v.l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.
German (Pape)
[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Übertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».
French (Bailly abrégé)
1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.
Greek Monolingual
ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].
Greek Monotonic
ὑποκλύζω: μέλ. -ύσω, καθαρίζω από το κάτω μέρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλύζω:
1) (о море), подмывать, размывать, (χθονὸς ἕδρανα Anth.);
2) мед. промывать (τὸ σῶμα Plut.);
3) перен. наводнять, захлестывать (sc. τὴν ψυχήν Luc.).