περίφοιτος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον, revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn.D.3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.
German (Pape)
[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).
Greek (Liddell-Scott)
περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l'on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφοιτώ
1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση
2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος.
Greek Monotonic
περίφοιτος: -ον (φοιτάω), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφοιτος -ον [περί, φοῖτος] rondwentelend:. ἔργα... πεύσῃ περίφοιτα σελήνης jij zult de rondwentelende actie van de maan leren kennen Parm. B 10.4. rondzwervend:. μισέω καὶ περίφοιτον ἐρώμενον en ik haat ook de beminde die van hand tot hand gaat AP 12.43.3.
Russian (Dvoretsky)
περίφοιτος:
1) вращающийся (ἔργα σελήνης Parmenides);
2) вращающийся среди людей, странствующий в толпе (ἡ Ἀφροδίτη Anth.).