φρενολῃστής

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενολῃστής Medium diacritics: φρενολῃστής Low diacritics: φρενοληστής Capitals: ΦΡΕΝΟΛΗΣΤΗΣ
Transliteration A: phrenolēistḗs Transliteration B: phrenolēstēs Transliteration C: frenolistis Beta Code: frenolh|sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, robber of the understanding, deceiver, AP12.144 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, Räuber der Seele, des Verstandes, Mel. 42 (XII, 144), ἔρως.

Greek (Liddell-Scott)

φρενολῃστής: -οῦ, ὁ, ὁ λῃστεύων τὸν νοῦν, ἀπατεών, πρβλ. φρενοκλόπος, τί κλαίεις φρενολῃστά; Ἀνθ. Παλ. 12. 144.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui trompe l'esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, λῃστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξαπατά τον νου, φρενοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + λῃστής.

Greek Monotonic

φρενολῃστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ληστεύει το μυαλό, απατεώνας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φρενολῃστής: οῦ ὁ похититель здравого смысла или похититель сердец, т. е. Ἔρως Anth.

Middle Liddell

φρενο-λῃστής, οῦ, ὁ,
a robber of the understanding, a deceiver, Anth.