ἄχομαι
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 419] trauern, betrübt sein, Hom. zweimal, νῦν δ' ἄχομαι Versanfang Odyss. 18, 256. 19, 129.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Moy.
ao.2 ἀκαχόμην > opt. ἀκαχοίμην, pf. ἀχάχημαι au sens d'un prés. > inf. et part. avec l'accent d'un prés. ἀκάχησθαι, ἀκαχήμενος ; autre pf. en ἀκη- : ind. 3ᵉ pl. ἀκηχέδαται (p. *ἀκήχηνται), part. ἀκηχέμενος ; pqp. 3ᵉ pl. ἀκαχείατο (ou ἀκαχήατο);
être affligé, s'affliger.
Étymologie: ἄχω.
English (Autenrieth)
= ἄχνυμαι, Od. 18.256 and Od. 19.129.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. ἀκάχομαι Q.S.3.224
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [aor. ind. ἀκαχόμην Il.13.344, Od.16.342, Q.S.5.652, act. ἤκαχε Il.16.822, Od.16.427, Nonn.D.8.79, part. ἀκαχών Hes.Th.868]
1 intr. estar afligido, dolido por la pena o la ira νῦν δ' ἄχομαι Od.18.256, 19.129, cf. Il.13.344, Od.16.342, Q.S.5.652, ἄχομαι θυμόν Lyr.Adesp.6.7, c. especif. de la causa, en gen. τῶν κε μάλ' ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνεώτων Il.16.16, en dat. ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ' ὧδ' ἀκαχοίμην Od.1.236, en part. pred. del suj. οὕτω καὶ νύμφα δμαθεῖσ' ἀκάχοιτο Theoc.8.91
•irritarse de las abejas αἳ δ' ἀκάχονται καπνοῦ ὑπὸ ῥιπῆς Q.S.3.224
•tb. en v. act. θυμῷ ἀκαχών Hes.Th.868.
2 tr. causar daño, dolor, preocupación μέγα δ' ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν Il.16.822, cf. Od.16.427, ἥ ἑ μάλιστα ἤκαχ' ἀποφθιμένη Od.15.357, ἤκαχες Ἀπόλλωνα Nonn.D.8.79.
3 ἄχεται· στυγεῖ. μέμφεται Hsch. (prob. por ἀπέχθεται).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄχομαι: βλ. ἀχεύω, ἀχέω II. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἄχομαι: (ᾰχ) (только praes.) Hom. = ἄχνυμαι.