κυνηγέτης
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ου, ὁ, Dor. (never in Trag.) κυναγέτας Pi.N.6.14:—
A huntsman, Od.9.120, E.HF860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R.432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in plural of certain δαίμονες, Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. κυνηγέτις, Dor. κυναγέτις, ιδος, huntress, Ach.Tat.8.12; epithet of Artemis, Corn.ND34: as adjective, κ. αἰγανέα AP6.115 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. κυναγός)· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, θηρευτής, Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ βραβεῖον ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. κυνηγέτις, Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.
Étymologie: κυνηγέω.
English (Autenrieth)
(κύων, ἡγέομαι): literally leader of dogs, i. e. hunter, pl., Od. 9.120†.
Greek Monolingual
κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α)
1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῖν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ.
β. «ἡμᾶς δεῖ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», Πλάτ.)
2. μτφ. αυτός που επιζητεί τη φήμη ή, γενικά, που επιδιώκει κάτι («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῖν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», Πλάτ.)
3. θηλ. κυνηγέτις και κυνηγέτρια
α) η κυνηγός, η θηρεύτρια
β) επίθ. της Αρτέμιδος («Ἄρτεμις κυνηγέτις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἡγέτης (< ἡγοῦμαι)].
Greek Monotonic
κῠνηγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ, κάποιος που διεκδικεί έπαθλο στην πάλη, σε Πίνδ.· θηλ. κυνηγέτις, σε Δωρ. -ᾱγέτις, -ιδος, γυναίκα κυνηγός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτης: дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέτης -ου, ὁ, Dor. κυνᾱγέτας [κύων, ἄγω] jager.
Middle Liddell
κῠν-ηγέτης, ου,
a hunter, huntsman, Od., Eur., etc.; κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ one who seeks the prize in wrestling, Pind.:—fem. κυνηγέτις, doric κῠναγέτις, ιδος a huntress, Anth.