ημίονος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι
αρχ.
1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» — βασιλιάς κατά το ήμισυ Μήδος και κατά το ήμισυ Πέρσης, Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ἡμίονος, -ον
αυτός που έχει ημιονική φύση, που είναι μουλάρι («βρέφος ἡμίονον» — πουλάρι ημιόνου, μουλαράκι, Ομ. Ιλ.)
3. φρ. α) «ἐφ' ἡμιόνων» — πάνω σε άμαξα που σύρεται από ημιόνους
β) «εἰς ἡμιόνους ποιεῖν» — το να γράφει κάποιος ποίημα για ζεύγος ημιόνων
γ) «ἡμίονος ἀγροτέρα» — είδος ονάγρου, ίσως η Συρία ημίονος
δ) «ἡμίονος αὐλός» — αυλός με τις μισές οπές, αυλός με τρεις τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όνος].
Translations
Albanian: mushkë; Arabic: بَغَل; Egyptian Arabic: بغل, بغلة; Aragonese: mula; Armenian: ջորի; Azerbaijani: qatır; Basque: mando; Belarusian: мул; Bengali: খচ্চর; Bulgarian: муле; Burmese: လား; Catalan: mul, mula, matxo; Cherokee: ᏗᎦᎵᏰᏅᎯᏓ; Chinese Mandarin: 馬騾, 马骡, 騾子, 骡子; Coptic: ⲧⲉⲙⲑⲁⲙ, ⲙⲁⲥⲫⲟⲣⲕ; Czech: mula; Danish: muldyr; Dutch: muildier; Esperanto: mulo; Estonian: muul; Finnish: muuli; French: mule, mulet; Galician: mulo, mula, macho; Georgian: ჯორი; German: Maultier, Muli; Greek: μουλάρι, ημίονος; Ancient Greek: ἡμίονος, ὀρεύς; Hebrew: פֶּרֶד, פִּרְדָּה; Hindi: खच्चर; Hungarian: öszvér; Icelandic: múldýr, múlasni; Ido: mulo; Indonesian: bagal; Irish: miúil; Italian: mulo; Japanese: 騾馬, ラバ, ミュール; Kazakh: қашыр; Khmer: លា; Korean: 노새; Kurdish Central Kurdish: ھێستر; Northern Kurdish: hêstir, qantir; Kyrgyz: качыр; Lao: ລໍ, ລວາ; Latin: mulus; Latvian: mūlis; Lithuanian: mulas; Macedonian: му́ле; Malay: baghal; Manchu: ᠯᠣᡵᡳᠨ, ᠯᠣᠰᠠ; Maori: miūru; Middle English: mule; Mongolian: луус; Moroccan Amazigh: ⴰⵙⵔⴷⵓⵏ; Navajo: dzaanééz; Norwegian Bokmål: muldyr; Nynorsk: muldyr; O'odham: muhla; Occitan: mul; Ojibwe: memāngišens; Old English: mūl; Old Portuguese: mua, muleta; Oromo: gaangee; Pashto: کچره; Persian: قاطر; Polish: muł; Portuguese: mulo, mula; Punjabi: ਖੱਚਰ; Romanian: catâr, mul; Russian: мул; Serbo-Croatian Cyrillic: мазга, мула; Roman: mazga, mula; Seri: moːrɑ, ʔɑmóːrɑ; Shan: လႃး; Sicilian: mulu; Slovak: mul; Slovene: mula; Sorbian Lower Sorbian: mul, mula; Spanish: mulo, mula; Svan: ჰუ̈ლ; Swahili: nyumbu, baghala; Swedish: mula, mulåsna; Tagalog: mula; Tajik: хачир; Taos: mùlo’óna; Telugu: కంచరగాడిద; Thai: ล่อ, ฬ่อ; Tibetan: དྲེལ; Tonkawa: moːlʌˀɑːlʌk; Turkish: katır; Turkmen: gatyr; Ugaritic: 𐎔𐎗𐎄; Ukrainian: мул; Urdu: خچر; Uyghur: قېچىر; Uzbek: xachir; Venetian: mus; Vietnamese: la; Volapük: mulud; Walloon: moulet, moule; Welsh: mul; Wolof: berkelle