πρακτήρ

From LSJ
Revision as of 06:20, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτήρ Medium diacritics: πρακτήρ Low diacritics: πρακτήρ Capitals: ΠΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: praktḗr Transliteration B: praktēr Transliteration C: praktir Beta Code: prakth/r

English (LSJ)

Ion. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, A doer, πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in plural, traders, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων πρηκτῆρες = dealers in children, Man.6.447. II = πράκτωρ 11.1, BCH50.16 (Delph., iv B. C.), IG22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. Or.8.114a, POxy.1829.7 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ῆρος, ὁ, ion. u. hom. πρηκτήρ, der Etwas thut, verrichtet; ἔργων, der Werke verrichtet, Il. 9, 443; bes. der Handelsmann, Od. 8, 162. – Bei Attikern Einer, der schuldiges Geld eintreibt, einfordert, Executor, Sp. auch überh. der eine Rache, Strafe vollzieht. S. πράκτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτήρ: Ἰων. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, (πράσσω) ὁ πράττων τι, ἐκτελεστής πρηκτῆρά τε ἔργων Ἰλ. Ι. 443· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 162, ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν, δηλ. ἔμποροι, Λατ. negotiatores· παίδων π., οἱ ἐμπορευόμενοι..., Μανέθων 6. 447· πρβλ. πρᾶξις Ι, πραγματεύομαι Ι. 2. ΙΙ. = πράκτωρ ΙΙ. 1, Θεμίστ. 114Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui agit, qui exécute, auteur de qch;
2 qui traite d'affaires, qui trafique, marchand.
Étymologie: πράσσω.

Greek Monolingual

-ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α
1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής
2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων
3. πληθ. οἱ πρακτῆρες
έμποροι, πραματευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακ-τήρ)].

Greek Monotonic

πρακτήρ: Ιων. πρηκτήρ, -ῆρος, ὁ (πράσσω),
I. αυτός που ενεργεί, αυτουργός, δράστης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. έμπορος, Λατ. negotiator, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πρακτήρ: ион. πρηκτήρ, ῆρος ὁ
1) создатель, творец: π. ἔργων Hom. деловой человек;
2) торговец, купец Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρακτήρ -ῆρος, ὁ, Ion. πρηκτήρ [πράττω] verrichter:; μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων zowel een spreker van woorden als een doener van daden te zijn Il. 9.443; handelaar. Od. 8.162.

Middle Liddell

πρακτήρ, ionic πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, πράσσω
I. one that does, a doer, Il.
II. a trader, Lat. negotiator, Od.