πυγμαχία

From LSJ
Revision as of 08:36, 19 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμᾰχία Medium diacritics: πυγμαχία Low diacritics: πυγμαχία Capitals: ΠΥΓΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pygmachía Transliteration B: pygmachia Transliteration C: pygmachia Beta Code: pugmaxi/a

English (LSJ)

Ep. πυγμαχίη, ἡ, boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.

English (Slater)

πυγμᾰχία boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)

Greek Monolingual

η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχίη Α πυγμάχος
άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική του οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π. Χ., δηλαδή κατά την 37η Ολυμπιάδα.

Greek Monotonic

πυγμᾰχία: ἡ, πυγμαχία, Λατ. pugilatus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγμαχίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. πυγμαχίη [πύγμαχος] bokswedstrijd.

Russian (Dvoretsky)

πυγμᾰχία: ион. πυγμᾰχίη ἡ кулачный бой Hom., Pind.

Middle Liddell

πυγμᾰχία, ἡ,
boxing, Lat. pugilatus, Il., Pind. [from πυγμᾰ́χος]

Translations

Afrikaans: boks; Albanian: boks; Arabic: مُلَاكَمَة‎; Hijazi Arabic: ملاكمة‎; Armenian: բոքս, բռնցքամարտ; Asturian: boxéu; Azerbaijani: boks; Bashkir: бокс; Belarusian: бокс; Bengali: বক্সিং; Bulgarian: бокс; Burmese: လက်ဝှေ့; Catalan: boxa; Chinese Mandarin: 拳擊 拳击; Czech: box; Danish: boksning; Dutch: boksen, bokswedstrijd; Esperanto: boksado; Estonian: poks; Finnish: nyrkkeily; French: boxe; Galician: boxeo; Georgian: კრივი; German: Boxen; Greek: πυγμαχία, μποξ; Ancient Greek: πυγμαχία, πυγμαχίη, πυγμή, πυγμά, πυκτική, πύκτευσις; Haitian Creole: boksè; Hebrew: אִגְרוּף‎; Hindi: बॉक्सिंग; Hungarian: ökölvívás; Icelandic: hnefaleikar, box; Ido: boxo; Indonesian: tinju; Irish: dornálaíocht; Italian: boxe, pugilato; Japanese: ボクシング, 拳闘; Kazakh: бокс; Korean: 권투, 복싱; Kyrgyz: бокс; Latin: pugilatus, pugilatio; Latvian: bokss; Lithuanian: boksas; Luhya: endondi; Macedonian: бокс; Malay: boksing, tinju; Maori: mekemeke; Mongolian: бокс; Norwegian: boksing; Occitan: bòxa; Ojibwe: gagwedaganaanding; Persian: بوکس‎; Polish: boks; Portuguese: boxe; Romanian: box; Russian: бокс; Scottish Gaelic: dòrnaireachd; Serbo-Croatian Cyrillic: бокс; Roman: boks; Sinhalese: බොක්සිං; Slovak: box; Slovene: boks; Spanish: boxeo, pugilato; Swahili: ndondi; Swedish: boxning; Tagalog: boksing; Tajik: бокс; Tatar: бокс; Telugu: ముష్టియుద్ధము; Thai: มวยสากล; Turkish: boks, yumrukoyunu, mülakeme, kunt; Turkmen: boks; Ukrainian: бокс; Urdu: مکے بازی‎; Uzbek: boks; Vietnamese: quyền Anh, quyền thuật