διαλευκαίνω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A whiten, Philostr.Jun.Im.12. 2 illustrate, elucidate, v.l. in Dsc.Ther.Praef.
Spanish (DGE)
1 blanquear κάτωθεν Philostr.Iun.Im.12.4.
2 fig. aclarar, esclarecer αἰτίαν Dsc.Ther.proem.p.50 (var.), πᾶν τὸ ἤδη ῥηθέν Origenes M.17.129B, τῆς ἐπικουρίας τὸν τρόπον Cyr.Al.M.69.733D, cf. M.68.212B.
German (Pape)
[Seite 587] 1) mit Weiß mischen, weiß machen. Philostr. iun. imag. 12. – 2) hell machen, erklären, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
διαλευκαίνω: ἀπολευκαίνω, ἀναμιγνύω μετὰ λευκοῦ, Φιλόστρ. 883. 2) σαφηνίζω. Εὐστ. Πονημ. 257. 66.
Greek Monolingual
(Α διαλευκαίνω)
διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω
νεοελλ.
φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» — εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης
αρχ.
1. λευκαίνω κάτι τελείως
2. αναμιγνύω με λευκό.