διαμετρητός

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμετρητός Medium diacritics: διαμετρητός Low diacritics: διαμετρητός Capitals: ΔΙΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diametrētós Transliteration B: diametrētos Transliteration C: diametritos Beta Code: diametrhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A measured, measured out or measured off, δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344. II diametrical, diametral τὴν διαμετρητήν (sc. ὁδὸν) διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medido ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ los dos se colocaron cerca en el lugar medido, e.e., equidistante entre aqueos y troyanos Il.3.344, cf. para el acento EM 269.3G.

German (Pape)

[Seite 590] abgemessen, Hom. einmal, Iliad. 3, 344, vom Platze eines Zweikampfes, καί ῥ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ' ἐγχείας, ἀλλήλοισιν κοτέοντε, vgl. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 511.

Greek (Liddell-Scott)

διαμετρητός: -ή, -όν, ὁ μετρηθεὶς καὶ χωρισθείς, δ. ἐνὶ χώρῳ Ἰλ. Γ. 344.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mesuré.
Étymologie: adj. verb. de διαμετρέω.

English (Autenrieth)

measured off, laid off, Il. 3.344†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμετρητός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος
2. διαμετρικός.

Greek Monotonic

διαμετρητός: -ή, -όν, αυτός που έχει μετρηθεί και διαχωρισθεί, καταμετρημένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διαμετρητός: отмеренный (χῶρος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμετρητός -ή -όν [διαμετρέω] afgemeten.

Middle Liddell

διαμετρητός, ή, όν adj [from διαμετρέω
measured out or off, Il.