δυστόχαστος

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόχαστος Medium diacritics: δυστόχαστος Low diacritics: δυστόχαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΧΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystóchastos Transliteration B: dystochastos Transliteration C: dystochastos Beta Code: dusto/xastos

English (LSJ)

ον, hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.

Spanish (DGE)

v. δυσστόχαστος.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.

Greek Monotonic

δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυστόχαστος: v.l. δυσστόχαστος 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ καιρός Plut.).

Middle Liddell

δυ-στόχαστος, ον δυσ-, στοχάζομαι
hard to hit, Plut.