ἀμετάβολος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάβολος Medium diacritics: ἀμετάβολος Low diacritics: αμετάβολος Capitals: ΑΜΕΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ametábolos Transliteration B: ametabolos Transliteration C: ametavolos Beta Code: a)meta/bolos

English (LSJ)

ον, = ἀμετάβλητος (unchangeable, unchanged, not inflected, not transformed), Plu. Mar. 42. Music, without modulation, σύστημα Aristid.Quint. 1.8, Bacch. Harm. 74 ; ἁρμονία Plu. 2.437d.

Spanish (DGE)

-ον
1 fil. gener. de abstr. inmutable τό μὲν ἀμετάβολον ἀπὸ τᾶς τὸ ὅλον περιεχούσας ψυχᾶς la parte inmutable del alma que encierra al todo Philol.B 21, πέμπτη οὐσία μηδενὶ τῶν τεσσάρων στοιχείων ἐπικοινωνοῦσα, ἀγέννητός τε καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. Eudor.Acad. en Ach.Tat.Intr.Arat.2, ἐν ἀμεταβόλῳ ἕξει Clem.Al.Strom.6.7.60, tb. de decretos ἐπὶ τῶν πατρίων ἐθῶν καὶ νόμων ὥσπερ διαγραμμάτων ἀμεταβόλων en relación con las costumbres y leyes patrias como decretos inmutables Plu.Mar.42.
2 gram. inmutable de las líquidas, porque no cambian en el futuro ἀμετάβολα τέσσαρα· λ̅, μ̅, ν̅, ρ̅ ἀμετάβολα δὲ λέγεται, ὅτι οὐ μεταβάλλει ἐν τοῖς μέλλουσι τῶν ῥημάτων οὐδὲ ἐν ταῖς κλίσεσι τῶν ὀνομάτων D.T.632.7, cf. Sch.D.T.204.1, Theodos.Can.350.15
de las vocales largas porque no se modifican en los tiempos con aumento ἑπτὰ γὰρ ὄντων τῶν φωνηέντων τέσσαρα μέν εἰσιν ἀμετάβολα (op. μεταβολικά) Theodos.Can.45.14, καὶ ἀμετάβολα μέν ἐστι τέσσαρα η̅, ω̅, ι̅, υ̅, διότι ἐν ταῖς κλίσεσι τῶν ῥημάτων ἀμετάβολα μένει Sch.D.T.40.7
de diptongos y falsos diptongos (ὁ τοῦ αι καὶ ει φθόγγος) ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους ἀμετάβολός ἐστιν S.E.M.1.117, cf. 118
subst. τὰ ἀ. las líquidas Hdn.Gr.2.393, passim, ex quibus liquidae quas ἀμεταβόλας (sic) siue ὑγράς Graeci uocant Mar.Vict.p.32.
3 mús. ἀ. σύστημα sistema inmutable e.d. la combinación de los sistemas «perfecto menor» (τέλειον ἔλασσον) y «perfecto mayor» (τέλειον μεῖζον): κατὰ τὸ καλούμενον ἀ. σύστημα Euc.Sect.Can.19, cf. Bacch.Harm.74, Aristid.Quint.14.24
fig. καὶ μὴ μίαν ἀεὶ κρᾶσιν ὥσπερ ἁρμονίαν ἀμετάβολον ... διαφυλάττειν ὁμολογήσετε reconoceréis que no conserva siempre un temperamento como una armonía inmutable Plu.2.437d.
4 ret. de versos homogéneos, cuyos versos no cambian, poematum autem seu carminum species sunt tres: alia enim a Graecis κατὰ στίχον, alia συστηματικά, alia μικτά dicuntur, quae etiam ἀμετάβολα et μεταβολικά Mar.Vict.p.56, nam ἀμετάβολα dicta sunt quae sui generis qualitatem mensuramque semper obtinent, ut sunt Homeri carmina et ea quae κατὰ στίχον appellari diximus Mar.Vict.p.57.

German (Pape)

[Seite 122] dasselbe, Sp., wie D. Hal. 1, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβολος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. Ι. 420, Διον. Ἁλ. 1. 83: - Ἐπίρρ. -λως Ἐκκλ. ἐν τῇ μουσικῇ = ἄνευ μεταβολῆς τῆς βάσεως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀμετάβλητος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάβολος, -ον) μεταβάλλω
αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μεταβάλλεται, ο αμετάβλητος
αρχ.
(ως μουσικός όρος) (σύστημα, αρμονία) χωρίς μετατροπία ή μετατονισμό, δηλαδή μετάβαση από τον έναν τόνο στον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάβολος: Plut. = ἀμετάβλητος.