ἀνέκπληκτος

From LSJ
Revision as of 13:03, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκπληκτος Medium diacritics: ἀνέκπληκτος Low diacritics: ανέκπληκτος Capitals: ΑΝΕΚΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anékplēktos Transliteration B: anekplēktos Transliteration C: anekpliktos Beta Code: a)ne/kplhktos

English (LSJ)

ον, A undaunted, intrepid, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117; ὑπὸ κακῶν Pl.R.619a:—τὸ -ότατον X. Ages.6.7. Adv. ἀνέκ-τως Plu.2.260c, Hierocl.in CA10p.434M. II Act., making no impression, λέξις Plu.2.7a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido de personas, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117, Arist.EN 1115b11, D.C.68.23.2
subst. τὸ ἀ. la intrepidez X.Ages.6.7, Aristaenet.2.17.14, M.Ant.1.15
que no se arredra ὑπὸ ... τῶν κακῶν Pl.R.619a.
2 que no causa impresión λέξις Plu.2.7a.
II adv. -ως intrépidamente εἶπεν Plu.2.260c, ὑπομένειν Hierocl.in CA 10.5.

German (Pape)

[Seite 221] 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἄφοβος, ἄτρομος, ἀτάραχος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· πρός τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = ἀνεκπληξία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non effrayé ; πρός τι PLUT qui ne se laisse pas effrayer ou étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;
2 qui ne fait aucune impression.
Étymologie: , ἐκπλήσσω.

Greek Monolingual

ἀνέκπληκτος, -ον (Α)
1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος
2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει.

Greek Monotonic

ἀνέκπληκτος: -ον (ἐκπλήσσω), άφοβος, άτρομος, ατάραχος, σε Πλάτ.· τὸ ἀνέκπληκτον, αφοβία, παλικαριά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέκπληκτος:
1) неустрашимый (ἀνήρ Plat., Arst.; τόλμη Plut.): ἀ. ὑπό τινος Plat. и πρός или παρά τι Plut. не испытывающий страха перед чем-л.;
2) не производящий никакого впечатления (ἡ ἰσχνὴ λέξις Plut.).

Middle Liddell

ἐκπλήσσω
undaunted, intrepid, Plat.:— τὸ ἀνέκπληκτον intrepidity, Xen.