ἀναθερμαίνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθερμαίνω Medium diacritics: ἀναθερμαίνω Low diacritics: αναθερμαίνω Capitals: ΑΝΑΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: anathermaínō Transliteration B: anathermainō Transliteration C: anathermaino Beta Code: a)naqermai/nw

English (LSJ)

warm up, heat again, AP11.55:—Pass., become warm again, Hp.Epid.1.2, cf. 26.β,Arist.HA569b11: πυρετὸς -όμενος Hp.Prog.17.

Spanish (DGE)

I 1recalentar τὰς φρένας enloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίην AP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15, ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνει Plu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse ἄκρεα Hp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2, πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενος volviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17, τὸ σῶμα Hp.Liqu.2, ὁ ἀήρ Hp.Flat.8
sin sent. iter. claro calentarse ἡ γῆ Arist.HA 569b11, de pers. ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντες Arist.Pr.948a11.

German (Pape)

[Seite 188] wieder erwärmen, übertr., aufregen, τὴν μέλλησιν Plut. Phoc. 6; κραδίην Pallad. 24 (XI, 55).

French (Bailly abrégé)

réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναθερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθερμαίνω:
1) вновь согревать (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὶ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.);
2) возбуждать: ἀ. τὴν μέλλησίν τινος Plut. выводить кого-л. из состояния вялости.

Middle Liddell

to warm up, heat again, Anth.