ἀνασκοπέω
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
c. fut. -σκέψομαι, aor. ἀνεσκεψάμην: (cf. ἀνασκέπτομαι):—A look at narrowly, examine well, πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, cf. Th.1.132, etc.:—also in Med., ἀνασκοπουμένοις Ar. Ec.827. II look back at, reckon up, X.Vect.5.11 (nisi leg. ἐπανα-).
Spanish (DGE)
1 mirar, contemplar detenidamente πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, τὸ σύμπαν ὄρος ἀνασκοπούμενος Polyaen.2.31.2, τι τῶν ποιητικῶν Philostr.Im.2.8, τὴν εἰκόνα Λαΐδος Aristaenet.1.1.34.
2 reflexionar, analizar, examinar cuidadosamente ταῦτα Th.7.42, τὰ ξενικὰ ὀνόματα Pl.Cra.401c, ἑαυτὸν Ph.2.584, τὴν αἰτίαν Plu.2.168b, c. interr. indir. ἀνεσκόπουν εἴ τί που ... Th.1.132
•abs. Pl.Ti.72d, Phd.116a
•v. med. mismo sent. τὸ συγγραμμάτιον Longin.1.1, περὶ αὐτοὺς ἀ. μᾶλλον ὃν τρόπον ... I.AI 19.215
•abs. ἀνασκοπουμένοις ἐφαίνετο Ar.Ec.827.
German (Pape)
[Seite 207] nur praes., s. ἀνασκέπτομαι, 1) genau betrachten, untersuchen, Thuc. 7, 42; τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 401 c; εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει Legg. X, 888 c. Sp. auch περί τινος; med., Ael. H. A. 13, 23. – 2) zurückblicken auf etwas, τί, Xen. Vect. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε ἀνασκέπτομαι): παρατηρῶ τι μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω τι καλῶς, πάντ’ ἀνασκόπει καλῶς Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: ὡσαύτως ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. ; pour le f. et l'ao., on emploie les temps de ἀνασκέπτομαι;
examiner, acc. : τά τε ἄλλα ἀνεσκόπουν εἰ THC entre autres choses, ils examinaient si;
Moy. ἀνασκοπέομαι, ἀνασκοποῦμαι examiner.
Étymologie: ἀνά, σκοπέω.
Greek Monotonic
ἀνασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ ἀνεσκεψάμην· παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκοπέω: (реже med.; fut. и aor. от ἀνασκέπτομαι) внимательно рассматривать, исследовать, обдумывать Thuc., Arph., Xen., Plat., Luc.: ἔτυχέ τι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀνασκοπῶν ἐπὶ διαγράμματος Plut. (Архимед) был тогда погружен в исследование чертежа.