ἀνθρωπίζω
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
A act like a man, play the man, Archyt. ap. D.L.3.22; opp. κυνάω, Luc. Demon.21: -so in Med., Ar.Fr.37. II Pass., become man, Alex.Aphr.in Top.137.27, Simp.inPh.1138.28:—so in Act., AP1.105.
Spanish (DGE)
1 actuar como hombre Archyt.Fr.Sp.(1, p.562), op. κυνάω Luc.Demon.21.
2 en v. med. hacerse hombre Ar.Fr.37, Alex.Aphr.in Top.137.27, Gr.Naz.M.36.97C, Simp.in Ph.1138.28, Leont.H.Nest.M.86.1524B
•en v. act. AP 1.105.
German (Pape)
[Seite 234] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπίζω: μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς ἄνθρωπος, φέρομαι ὡς ἄνθρωπος, εἶμαι φιλάνθρωπος, Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ κυνάω, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. βίος 21: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., γίγνομαι ἄνθρωπος, Ἐκκλ.: - καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.
French (Bailly abrégé)
1 vivre ou se conduire comme un homme;
2 être ou devenir homme;
Moy. ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρωπίζω)
νεοελλ.
1. ανθρωπεύω
2. (μτβ.) εξανθρωπίζω
αρχ.
1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο
2. (παθ., -ομαι)
γίνομαι άνθρωπος.
Greek Monotonic
ἀνθρωπίζω: μέλ. -ίσω, είμαι ή πράττω ως άνθρωπος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπίζω:
1) тж. med. Arst., Luc., Diog. L. = ἀνθρωπεύομαι;
2) принимать образ человека Anth.
Middle Liddell
to be or act like a man, Luc.