ἁγής
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ᾱ], ές, A guilty, accursed, dub. in Hippon.11. II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.
Spanish (DGE)
-ές
dud.
1 santo, puro ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.H.13.315, ad Lyc.436.
• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.
German (Pape)
[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.