ἀφραδία

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδία Medium diacritics: ἀφραδία Low diacritics: αφραδία Capitals: ΑΦΡΑΔΙΑ
Transliteration A: aphradía Transliteration B: aphradia Transliteration C: afradia Beta Code: a)fradi/a

English (LSJ)

Ion. ἀφραδίη, ἡ, folly, thoughtlessness, in Hom. always in dat. pl., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Il.5.649; ποιμένος ἀφραδίῃσι 16.354; exc. δι' ἀφραδίας Od.19.523, and ἀφραδίῃ πολέμοιο Il.2.368.—Ep. word, ἀφροσύνη being used for it in Prose; ἀφραδίῃσι in a mock heroic line, Ar.Pax1064 (hex.).

Spanish (DGE)

(ἀφρᾰδία) -ας, ἡ
falta de sentido, insensatez, necedad en Hom. en dat. ἀνέρος ἀφραδίῃσι Il.5.649, ποιμένος ἀφραδίῃσι Il.16.354, ἀφραδίῃσι πολέμοιο Il.2.368, parod. οἵτινες ἀφραδίῃσι θεῶν νόον οὐκ ἀίοντες Ar.Pax 1064, ἐξενάριξαν ἀφραδίῃ A.R.1.93
en gen. δι' ἀφραδίας por imprudencia, Od.19.523
locura, extravío ἄλγε' ἔχοντες ἀφραδίῃς Hes.Op.134, ἦ γὰρ ἔγωγε δέδοικ' ἀφραδίην ἐσορῶν καὶ στάσιν Ἑλλήνων Thgn.780, cf. Sol.3.5.

German (Pape)

[Seite 414] ἡ, Unverstand, Thorheit, Unbesonnenheit, bes. im plur., Il. 5, 649. 16, 354; νόοιο 10. 122; ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο, Unerfahrenheit im Kriege, Iliad. 2, 368. Vgl. die Homerische Nachahmung Aristoph. Pac. 1064.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 irréflexion, imprudence, étourderie;
2 inexpérience.
Étymologie: ἀφραδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφραδίη: ἡ
1) преимущ. pl. безрассудство, безумие Hom., Arph.;
2) неопытность, незнание (πολέμοιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρᾰδία: Ἰων, ίη, ἡ, ἀσυνεσία, μωρία, ἀπερισκεψία· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ δοτ. πληθ., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Ἰλ. Ε. 649· ποιημένος ἀφραδίῃσι Π. 354, κτλ. · πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 523, ἔνθα τὸ δι’ ἀφραδίας κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· καὶ ἸΛ. Β. 368, ἔνθα ἔχομεν ἀφραδίῃ πολέμοιο. ― Λέξις ποιητ., ἀνθ’ ἧς ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ κεῖται ἡ λέξις ἀφροσύνη, ἀλλ’ ἐφραδίῃσι παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1064.

Greek Monolingual

ἀφραδία και -δίη, η (Α)
1. αφροσύνη, απερισκεψία
2. άγνοια, απειρία.

Greek Monotonic

ἀφρᾰδία: Ιων. -ίη, , αφροσύνη, απερισκεψία, κυρίως σε Επικ. δοτ. πληθ. ἀφραδίῃσι, σε Όμηρ.· δι' ἀφραδίας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀφραδής
folly, thoughtlessness, mostly in epic dat. pl., ἀφραδίηισι Hom.; δι' ἀφραδίας Od.