ἐμβρυοτόμος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ὁ, instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.