ἑδριάω

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδριάω Medium diacritics: ἑδριάω Low diacritics: εδριάω Capitals: ΕΔΡΙΑΩ
Transliteration A: hedriáō Transliteration B: hedriaō Transliteration C: edriao Beta Code: e(dria/w

English (LSJ)

A seat or set:— Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35. II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.

Spanish (DGE)

• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε Il.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.Th.388
en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει Eleg.Alex.Adesp.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.A.804.

German (Pape)

[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.

Greek Monotonic

ἑδριάω:I. καθίζω ή τοποθετώ — Παθ., κάθομαι, σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., ἑδριάασθαι, στον ίδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., κάθομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἑδριάω: сидеть Theocr.; med. Hom., Hes.

Middle Liddell

ἑδριάω,
I. to seat or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.
II. intr. in Act. to sit, Theocr.