ἔγκυκλος

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκυκλος Medium diacritics: ἔγκυκλος Low diacritics: έγκυκλος Capitals: ΕΓΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: énkyklos Transliteration B: enkyklos Transliteration C: egkyklos Beta Code: e)/gkuklos

English (LSJ)

ον, A circular, δίνη Epicur.Ep.2p.52U.; round, Matro Conv.116, Ezek.Exag.77. Adv.-ως Gal.18(2).439. II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th.261, Lys.113; ἐ. ποικίλον IG2.754.48. III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1circular, que gira en círculo δίνη ἀέρος ἔ. Epicur.Ep.[3] 112
en medic. un tipo de vendaje circular Gal.18(2).732.
2 redondo πλακοῦς Matro SHell.534.115, περίδρομος Ath.Mech.13.7
fig. βάρος πέτρης ... ἔγκυκλον de una rueda de molino AP 9.21 (Anon.)
en uso pred. en círculo ἐγὼ δὲ εἰσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον y yo contemplé la tierra en todo su perímetro Ezech.77.
3 con dibujo de círculos o lunares (ταινίαι) PCair.Zen.696.5 (III a.C.).
II subst.
1 τὸ ἔ. bata o ropón de mujer τοὔγκυκλον Ar.Ec.536, cf. Lys.113, 1162, Th.261, Fr.332.8, ποικίλον IG 22.1514.48 (IV a.C.), cf. Ael.VH 7.9, Poll.7.53, Phot.s.u. παράπηχυ.
2 dibujo de círculos ταπήτιν μετὰ τῶν ἐγκύκλων SB 14625.7 (V/VI d.C.).
3 ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ, καὶ συνήθη Hsch.
III adv. -ως en círculo, en redondo πάντες οἱ περιέχοντες ἐ. σύνδεσμοι Gal.18(2).439, cf. 729, 731.

German (Pape)

[Seite 711] = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῦς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκυκλος: -ον, κυκλικός, στρογγύλος, μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, γυναικεῖον ἱμάτιον, «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, γυναικεῖον ἦν ποτε φόρημα, φησὶ γοῦν Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον ἱμάτιον καὶ χιτὼν γυναικεῖος, ὃν ἔνδοθεν ἐνδύονται γυναῖκες, εἶτα τὸ ἔνδυμα» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.
Étymologie: ἐν, κύκλος.

Greek Monolingual

ἔγκυκλος, -ον (AM)
κυκλικός, στρογγυλός
μσν.
το θηλ. ως ουσ.ἔγκυκλος
η εγκύκλιος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον
γυναικείο ιμάτιο.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκυκλος: круглый (βάρος πέτρης Anth.).