αἱμασιά
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, wall of dry stones, αἱμασιάς τε λέγειν to lay walls, Od.18.359; αἱ. λέξοντες 24.224, cf. Hdt.2.69, Theoc.7.22; αἱ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138: of the walls of a city or fortress, Id.1.180, 191, Th.4.43; αἱ. περιοικοδομῆσαι D.55.11; ἐφ' αἱμασιῇσιν ἥμενος Theoc.1.47, cf. IG12(3).248 (Anaphe).
Spanish (DGE)
(αἱμᾰσιά) -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): tb. αἱμᾰσία, jón. αἱμασιή Hdt.1.180
1 valla, cerca, muro αἱμασιὰς λέγειν levantar una valla, Od.18.359, 24.224, αἱ. πλίνθων ὀπτέων Hdt.1.180, αἱμασιὰς ... ἐληλαμένας Hdt.1.191, cf. 2.69, 7.60, Sol.Lg.60a, Th.4.43, Aen.Tact.2.2, D.55.11, Arist.HA 594a11, 623a4, Thphr.HP 6.7.5, Theoc.1.47, 7.22, πλήρεις αἱμασιῶν καὶ κηπίων llenos de cercas y huertos (pero cf. 2) Plb.18.20.1, cf. Plu.2.85f, Opp.C.1.505, D.C.Epit.9.23.2, frec. en inscr. ἡ οἰκοδομία τῶν αἱμασιῶν Didyma 40.12 (II a.C.), cf. Ath.Agora 19.L4b.12 (III a.C.), IEphesos 1525.3 (I a./d.C.).
2 terreno cercado
a) cultivado como huerto, huerta αὐτοῦ ἐφ' αἱμασιαῖσι τὸν ἀγρυπνοῦντα Πρίηπον ἔστησεν λαχάνων Δεινομένης φύλακα aquí en el huerto me colocó Dinómenes a mi, Príapo, vigilante, como guardián de las verduras, AP 16.236 (Leon.), cf. SEG 28.840 (Halicarnaso III/II a.C.);
b) parcela, terreno vallado gener. no cultivado, frec. en inscr. ἐν τῷ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ ἐλαία IG 12(3).248.11 (Anafe I a.C.), cf. IG 12(5).872.32, 66 (Tenos IV a.C.), IRhamn.167.17 (III a.C.), IMylasa 814.8 (Olimo II a.C.), IMylasa 255.3 (heleníst.).
• Etimología: Quizá rel. αἱμός ‘bosque’, o tb. c. la glosa de Hsch. αἵμους· ὀβελίσκους.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 épine : αἱμασιὰς λέγειν OD ramasser de l'épine pour une clôture ; clôture d'épines;
2 p. ext. mur de pierres sèches.
Étymologie: αἱμός.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰσιά: ἡ, τοῖχος ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, κτίζω τοίχους· (ἴδε λέγω, Β. Ι. 2, αἱμασιολογέω), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἁπλῶς περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, αὐτόθι 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. παῖς κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ ἐλαία ἁ ποτὶ τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ σημασία τοῦ τοίχου εἶναι λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ αἱμός. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).
Greek Monotonic
αἱμᾰσιά: ἡ, τοίχος από ξηρούς λίθους, Λατ. maceria, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰσιά: ἡ
1) pl. терновник (αἱμασιὰς λέγειν Hom.);
2) pl. изгородь, плетень Theocr.;
3) каменная ограда, стена Her., Thuc., Dem., Polyb., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: wall around a terrain, of stone (thus Hdt. 2, 138) or thorns (Od.), cf. αἱμοί δρυμοί. Αἰσχύλος Αἰτναίαις H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Compared with Lat. saepes (e.g. Specht KZ 68, 124, who tries to explain p: m morphologically). Fur. 223 finds the variation in other non-IE loans, e.g. Πενέσται / Μ. (Schwyzer 333 Zus. 2), γέφυρα / Arm. kamurǰ. On the accentuation Scheller Oxytonierung 87f., on the meaning Picard Rev. Arch. 1946, 68f.
Middle Liddell
a wall of dry stones, Lat. maceria, Od., etc. [deriv. uncertain].]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμασιά -ᾶς, Ion. αἱμασιή, ἡ
1. bouwsteen (om een muur of omheining mee te bouwen):. αἱμασιὰς λέγειν stenen verzamelen om een muur te bouwen Od. 18.359.
2. stenen muur of omheining.
Frisk Etymology German
αἱμασιά: (seit Od.)
{haimasiá}
Meaning: Umfriedigung, Zaun, Mauer, aus Stein (so sicher Hdt. 2, 138), wohl auch aus Dornen, vgl. αἱμοί· δρυμοί. Αἰσχύλος Αἰτναίαις H.
Derivative: Ableitung αἱμασιώδης (Pl.).
Etymology: Seit Froehde BB 17, 318 wird αἱμασιά gewöhnlich mit lat. saepes verglichen, so zuletzt Specht KZ 68, 124 mit dem Versuch, einen Wechsel p: m morphologisch zu begründen. Andere Vorschläge bei Bq und WP. 2, 464. — Zur Betonung vgl. Scheller Oxytonierung 87f., zur Bedeutung Picard Rev. Arch. 1946, 68f.
Page 1,39