εὐρωστία

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωστία Medium diacritics: εὐρωστία Low diacritics: ευρωστία Capitals: ΕΥΡΩΣΤΙΑ
Transliteration A: eurōstía Transliteration B: eurōstia Transliteration C: evrostia Beta Code: eu)rwsti/a

English (LSJ)

ἡ, stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.

Spanish

poder

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐρωστία: ἡ, καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωστία:сила, крепость (εὐ. καὶ μέγεθος Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).

Middle Liddell

εὐρωστία, ἡ,
stoutness, strength, Plut. [from εὔρωστος