δρασκάζω
English (LSJ)
(διδράσκω) attempt an escape, Lexap.Lys.10.17: prov., ἐν ἅλῳ δρασκάζεις, of those who 'bury their head in the sand', Zen. 3.74.
Spanish (DGE)
1 escapar, fugarse δεδιότα δὲ δίκης ἕνεκα δρασκάζειν Sol.Lg.15b, cf. Lys.10.15, Phot.δ 748.
2 intentar escaparse ἐν ἅλῳ δρασκάζεις prov. de quienes buscan inútilmente refugio, Zen.3.74, Greg.Cypr.1.2.25.
German (Pape)
[Seite 665] entlaufen, Lys. 10, 17, aus Solons Gesetzen; er erkl. es durch ἀποδιδράσκω; bei Zenob. 3, 74 wird das Sprichwort ἐν ἅλῳ δρασκάζεις erkl.: ἐν ἅλῳ κρύπτῃ, ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν, denn auf der Tenne kann man nicht verborgen bleiben.
French (Bailly abrégé)
tenter de s'enfuir.
Étymologie: *διδράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
δρασκάζω: (διδράσκω) ἀποδιδράσκω, ζητῶ νὰ δραπετεύσω, Λυσ. 117. 36.
Greek Monolingual
δρασκάζω (Α)
προσπαθώ να αποδράσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
δρασκάζω: Solon ap. Lys. = ἀποδιδράσκω.